- προσδεκτέος
- -α, -ον, Α [προσδέχομαι]1. αυτός που πρέπει να γίνει δεκτός από κάποιον2. (το ουδ.) προσδεκτέονα) πρέπει κάποιος να παραδεχθεί («οὐδὲ προσδεκτέον τοὺς οἴκτους καὶ τοὺς φενακισμοὺς τούτου», Δείν.)β) πρέπει κάποιος να παραλάβει.
Dictionary of Greek. 2013.